- καταβολιάζω
- καταβόλιασα, κάνω καταβολάδες: Όλη τη βδομάδα αυτή δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να καταβολιάζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταβολιάζω — πολλαπλασιάζω φυτό με καταβολάδες … Dictionary of Greek
ακαταβόλιαστος — η, ο [καταβολιάζω] 1. αυτός που δεν τόν έχουν καταβολιάσει, δεν τόν έχουν φυτέψει με καταβολάδα 2. αυτός που δεν αναπαράγεται με καταβολάδες … Dictionary of Greek
καταβολεύω — και καταβολιάζω [καταβολάς] φυτεύω στη γη καταβολάδες για να φυτρώσει νέο φυτό … Dictionary of Greek
καταβόλιασμα — το [καταβολιάζω] το καταβόλεμα* … Dictionary of Greek
καταβόλιασμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του καταβολιάζω, πολλαπλασιασμός φυτού με καταβολάδες: Είναι ειδικός στο καταβόλιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)